- φαντασμαγορία
- [фандасмогориа] ουσ. Θ. фантасмагория, обманчивое видение, мираж.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
φαντασμαγορία — η (λ. γαλλ.) 1. η τέχνη να εμφανίζει κανείς φαντάσματα ή φανταστικές παραστάσεις με οπτική απάτη. 2. θεατρικό ή καλλιτεχνικό έργο, όπου κυριαρχεί το φανταστικό ή υπερφυσικό στοιχείο, ωραιότατο θέαμα. 3. μτφ., καθετί το φανταστικά ωραίο, το έξοχα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασμαγορία — η, Ν 1. η τέχνη τής δημιουργίας φανταστικών παραστάσεων με οπτικά τεχνάσματα 2. θεατρικό έργο όπου κυριαρχεί το φανταστικό στοιχείο 3. μτφ. καθετί το εξαιρετικά ωραίο ή το εντυπωσιακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. fantasmagorie με αρχική… … Dictionary of Greek
φαντασμαγορικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαντασμαγορία, αυτός που έχει τον χαρακτήρα φαντασμαγορίας, εξαιρετικά ωραίος και εντυπωσιακός («φαντασμαγορική θέα»). επίρρ... φαντασμαγορικώς και φαντασμαγορικά Ν με φαντασμαγορικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
επιθεώρηση — Τύπος θεατρικού έργου με τη συνύπαρξη μουσικής, χορού και πεζού λόγου, που χαρακτηρίζεται από γοργή διαδοχή εικόνων, οι οποίες ξεκινούν από μια κεντρική ιδέα που συνδέει τη μία με την άλλη και από ένα κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, με… … Dictionary of Greek
Γκότσεντ, Γιόχαν Κρίστοφ — (Johann Christoph Gottsched, Γιουντιτενκίρχε, Κένιξμπεργκ 1700 – Λειψία 1766).Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στην Κένιξμπεργκ και δίδαξε ποίηση, λογική και μεταφυσική στο πανεπιστήμιο της Λειψίας. Συνδέθηκε με τους κύκλους… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
Μηνιάτης, Ηλίας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1669 – Πάτρα 1714). Εκκλησιαστικός ρήτορας. Γιος ιερατικής οικογένειας, ο Μ. διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του Φραγκίσκο, πρωτοπαπά στο Ληξούρι. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Φλαγγινιανό γυμνάσιο της Βενετίας… … Dictionary of Greek
Ντεζιντέριο ή Μονσού Ντεζιντέριο — (Desiderio ή Monsu Desiderio). Επώνυμο με το οποίο είχε επικρατήσει να ονομάζεται ο ζωγράφος μιας αξιόλογης και πρωτότυπης σειράς αρχιτεκτονικών απόψεων των αρχών του 17ου αιώνα. Οι πίνακές του απεικονίζουν φανταστικά κτίρια, ερείπια, ανύπαρκτους … Dictionary of Greek
φαντασμαγορικός — ή, ό επίρρ. ά ο σχετικός με φαντασμαγορία (βλ. λ.), ο φανταστικά ωραίος, ο θεαματικός, ο πανοραματικός, ο μαγικός: Φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)